- αλλοτριολογία
- η беспредметность разговора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλοτριολογία — η (Α ἀλλοτριολογία) το να μιλάς για πράγματα άσχετα, το να ανοηταίνεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλλοτριολόγος < ἀλλότριος + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek